-
1 ζουμί
τό1) сок; 2) бульон, отвар; 3) польза, выгода; значение;η δουλειά αυτή έχει πολύ ζουμί — это очень выгодная работа;
χωρίς ζουμί — бесполезный;
4) содержание, значение;χωρίς ζουμί κουβέντες — пустые слова, пустые разговоры;
§ βράζω με το ζουμί μου — кипеть от злости или зависти (не показы- вая виду);
οι παλιές κοτ(τ)ες έχουν το ζουμί — посл, стара курочка, да бульон сладок (о женщинах, опытных в любви)
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek